ειδωλοποιός

ειδωλοποιός
ο (Α εἰδωλοποιός)
1. ο κατασκευαστής εικόνων
2. ως επίθ. αυτός που προκαλεί εμφανίσεις φαντασμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εἰδωλοποιός — image maker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιοί — εἰδωλοποιός image maker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιούς — εἰδωλοποιός image maker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιέ — εἰδωλοποιός image maker masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιῷ — εἰδωλοποιός image maker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιόν — εἰδωλοποιός image maker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • εἰδωλοποιοῖς — εἰδωλοποιέω form an image pres opt act 2nd sg (attic epic doric) εἰδωλοποιός image maker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιοῦ — εἰδωλοποιέω form an image pres imperat mp 2nd sg (attic) εἰδωλοποιέω form an image imperf ind mp 2nd sg (attic) εἰδωλοποιός image maker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλοποιῶν — εἰδωλοποιέω form an image pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰδωλοποιός image maker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”